κινάση

κινάση
η
(βιοχ.)
1. ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική ρύθμιση
2. ένζυμο που καταλύει τη μεταφορά ενός δεσμού, πλούσιου σε ενέργεια, σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kinase < kin- (< kinetic < κινητικός < κινητός < κινῶ) + -ase (< γαλλ. ase κατ' απόσπαση < diastase)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτεϊνοκινάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο που φωσφορυλιώνει ειδικά αμινοξέα σε μια πρωτεΐνη, όπως είναι η κινάση πρωτεΐνης σερίνης ή η κινάση πρωτεΐνης τυροσίνης …   Dictionary of Greek

  • πολυνουκλεοτιδικός — ή, ό, Ν 1. (βιοχ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πολυνουκλεοτίδιο 2. φρ. α) «πολυνουκλεοτιδική κινάση» (βιοχ.) ένζυμο που προσθέτει μια φωσφορυλομάδα στο 5 άκρο τής αλυσίδας τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, η οποία χρησιμοποιείται για την… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεϊνικός — ή, ό, Ν [πρωτεΐνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο») 2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία» (βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή… …   Dictionary of Greek

  • πυροφωσφατάση — η, Ν (θιοχ.) σημαντικό για τις αντιδράσεις υψηλής ενέργειας ένζυμο το οποίο, μαζί με την αδενυλική κινάση, αναγεννά το αδενοσινοτριφωσφορικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrophosphatase < pyrophosphate (πρβλ. πυροφωσφορικός) +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”